- παντζάρι
- το1. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. κοκκινογούλι2. φρ. «έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι» ή «κοκκίνισε σαν παντζάρι» — έγινε κατακόκκινος, συν. από ντροπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pancar].
Dictionary of Greek. 2013.